Ο Ντόναλντ Τραμπ και η λογική της αμερικανικής ισχύος πάνω από όλα.

0
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει τρελαθεί. Απλώς θέλει να υπογραμμίσει την αμερικανική ισχύ.

Φαινομενικά θα έλεγε κανείς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρός που αναλαμβάνει καθήκοντα έχοντας ποινική καταδίκη, έχει «ξεφύγει».

Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι δήλωσε ότι θέλει να κάνει τον Καναδά την… 51η Πολιτεία των ΗΠΑ, όπως και ότι δεν απέκλεισε τη χρήση στρατιωτικής δύναμης προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η Διώρυγα του Παναμά θα περάσει ξανά στον έλεγχο των ΗΠΑ όπως και ότι θα προσαρτηθεί η Γροιλανδία.

Όμως, μια προσεκτική ανάγνωση των δηλώσεων δείχνουν ότι υπάρχει μια «μέθοδος στην τρέλα» του Τραμπ και αυτή αφορά το πώς βλέπει τη θέση της Αμερικής στον κόσμο.

Και η θέση αυτή δεν είναι ο «απομονωτισμός» όπως συχνά γράφεται, αλλά η προβολή της αμερικανικής ισχύος ξεκινώντας από το ισχυροποιήσει την αφετηρία και τη βάση της.

Ο κόσμος του Τραμπ δεν είναι ο κόσμος μιας «διεθνούς κοινότητας» που στηρίζεται σε «κανόνες», αλλά ένα πεδίο ανταγωνισμών, πρώτα από όλα οικονομικών. Οι συμμαχίες πρέπει να στηρίζονται σε κοινά συμφέροντα και προφανώς να συμπεριλάβουν και επιμερισμό του κόστους.

Σε έναν τέτοιο κόσμο ο Τραμπ θέλει πρώτα και πάνω από όλα μια «Μεγάλη Αμερική», μεγαλύτερη πληθυσμιακά και οικονομικά και με άμεσο έλεγχο κρίσιμων διαδρόμων, είτε πρόκειται για τη Διώρυγα του Παναμά είτε για τις διαδρομές προς τα βόρεια και με αύξηση των διαθέσιμων πλουτοπαραγωγικών πόρων ξεκινώντας από τις εξορύξεις στις οποίες επενδύει ιδιαίτερα. Αυτή η «Μεγάλη Αμερική» θα μπορεί να ανταγωνιστεί στα μάτια του Τραμπ πιο αποτελεσματικά την Κίνα – πρώτα και κύρια στο οικονομικό επίπεδο – και ευρύτερα όποιον θέλει να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία.

https://cc3d0c8deed3d0963f4a285def9545e5.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-40/html/container.html

Στα μάτια του Τραμπ οι επεμβάσεις και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν νόημα μόνο όταν απειλούνται άμεσα τα αμερικανικά συμφέροντα και υπό την προϋπόθεση ότι το κόστος δεν το αναλαμβάνουν μόνο οι ΗΠΑ. Αυτό εξηγεί και γιατί επιμένει τόσο ώστε όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ να συνεισφέρουν μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ τους για αμυντικούς σκοπούς.

Γι’ αυτό και παραμένει δύσπιστος απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ είναι πιο ανοιχτός σε ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη στο Ισραήλ και σε ένα μέτωπο απέναντι στο Ιράν καθώς θέλει η κατάσταση στη Μέση Ανατολή να παραμένει εναρμονισμένη με τα αμερικανικά συμφέροντα.

Σε μια τέτοια οπτική είναι σαφές ότι ο Τραμπ βλέπει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να μεταχειριστούν κάθε δυνατό μέσο και προφανώς δεν μπορούν να πάνε απλώς με τους «κανόνες του διεθνούς δικαίου».

Σε τελική ανάλυση φαίνεται ότι θεωρεί ότι εάν μπορεί ο Πούτιν να κατορθώνει να κατακτά στην πράξη μέρος της Ουκρανίας και ο Νετανιάχου να συνεχίζει την πολεμική επιχείρηση στη Γάζα χωρίς να ακούει – επί της ουσίας – ούτε μια λέξη κριτικής από τις υπόλοιπες δυτικές χώρες, τότε γιατί να μην μπορούν οι ΗΠΑ να δηλώνουν ότι θα προσπαθήσουν να επιβάλουν αλλαγές συνόρων για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους.

Θα του βγει μια τέτοια πολιτική; Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψει κανείς κάτι με ασφάλεια πάνω σε αυτό το θέμα. Άλλωστε, ξέρουμε καλά ότι ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματικότητα υπάρχει μια απόσταση, ιδίως όταν μιλάμε για το περίπλοκο σύστημα λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ. Ωστόσο, όντως βλέπουμε μερικά σημάδια για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.

Προφανώς και δεν θα είναι καθόλου καλό να πάμε σε μια συνθήκη όπου τέτοιες προβολές ισχύος θα γίνουν τμήμα της νέας «κανονικότητας».

Όμως, η απάντηση σε αυτά δεν μπορεί να είναι και τα απλά ευχολόγια, ιδίως όταν αυτά υποκρύπτουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, όπως δείχνει η διαφορετική αντιμετώπιση του Πούτιν και του Νετανιάχου για να δώσω το πιο πρόχειρο παράδειγμα.

Ούτε γεννά αισιοδοξία η τρέχουσα αδυναμία της Ευρώπης να παίξει ένα διαφορετικό ρόλο στον κόσμο, πρώτα από όλα γιατί αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση ηγεσίας στο εσωτερικό της.

Και τα πράγματα δεν κάνει καλύτερα η δυσκολία να συντονιστούν αποτελεσματικά τα διάφορα κινήματα υπέρ της ειρήνης που αναπτύσσονται «από τα κάτω» σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών.

Όμως, αυτές οι δυσκολίες σε κανένα βαθμό δεν μπορούν να σημαίνουν ότι δεν πρέπει να μας απασχολήσει το ζήτημα.

Ούτε βέβαια το ζήτημα μπορεί τόσο εύκολα να αντιμετωπιστεί με εύκολες διακηρύξεις περί της «σωστής πλευράς της ιστορίας» ιδίως στο τοπίο που διαμορφώνεται τώρα.

Αντιθέτως, εάν κάτι πρέπει να εξεταστεί ξανά είναι η δυνατότητα η Ευρώπη, που άλλωστε ήδη πληρώνει σημαντικό κόστος από τις νέες διαιρέσεις στον κόσμο και που βέβαια θα έχει ακόμη μεγαλύτερο κόστος εάν οι αντιπαραθέσεις κλιμακωθούν, να αποτελέσει ξανά έναν αυτοτελή πόλο μέσα στο διεθνές σκηνικό, επιμένοντας στη λογική της συνεννόησης, παραμερίζοντας τις πολεμοκάπηλες φωνές και διαμορφώνοντας έναν συσχετισμό υπέρ μιας λογικής κανόνων δικαίου και όχι προβολών ισχύος.

Κάτι που βεβαίως σημαίνει ότι η Ευρώπη θα βγει από τη σημερινή καθοδική πορεία που την καθιστά στην καλύτερη των περιπτώσεων το υποτελές τμήμα της «Συλλογικής Δύσης» και θα ανακτήσει και την οικονομική και την πολιτική αποφασιστικότητα που θα της επιτρέψει να διαμορφώσει τέτοιο συσχετισμό.

Ιδίως για τη χώρα μας που έχοντας πάντα δίπλα της μια δύναμη, την Τουρκία, που όχι μόνο είναι σταθερά αναθεωρητική αλλά εσχάτως με αναβαθμισμένη αντικειμενικά θέση, εάν δούμε και τις εξελίξεις στη Συρία, μια τέτοια κατεύθυνση είναι παραπάνω από αναγκαία.

Πηγή ot.gr

Απάντηση